χηραιότης

χηραιότης
χηρ-αιότης, ητος, ,
A widowhood, PMasp.5.23, al. (vi A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χηραιότης — ότητος, ἡ, Α η κατάσταση τής χηρείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *χηραῖος, κατά το γεραιότης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”